- πεζοπορία
- [пэзопориа] ουσ. Θ. ходьба, (στρατ.) марш, переход,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πεζοπορία — πεζοπορίᾱ , πεζοπορία landjourney fem nom/voc/acc dual πεζοπορίᾱ , πεζοπορία landjourney fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζοπορίᾳ — πεζοπορίᾱͅ , πεζοπορία landjourney fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζοπορία — η πορεία με τα πόδια: Κάναμε πεζοπορία ως την κορφή του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζοπορία — η, ΝΜΑ [πεζοπόρος] βάδισμα με τα πόδια, πορεία πεζή, περπάτημα μσν. αρχ. ταξίδι στην ξηρά, οδοιπορία … Dictionary of Greek
πεζοπορίας — πεζοπορίᾱς , πεζοπορία landjourney fem acc pl πεζοπορίᾱς , πεζοπορία landjourney fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζοπορίαν — πεζοπορίᾱν , πεζοπορία landjourney fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… … Dictionary of Greek
πεζοδρομία — η τρέξιμο ή περπάτημα με τα πόδια, πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικες] … Dictionary of Greek
πεζοπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζοπόρο ή στην πεζοπορία. επίρρ... πεζοπορικώς με τα πόδια, πεζή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοπόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Ἐφημερίς] … Dictionary of Greek
πεζοπόρος — ο / πεζοπόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που πορεύεται στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, οδοιπόρος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. α) αυτός που διανύει μια απόσταση με τα πόδια στην ξηρά, πεζοδρόμος β) αυτός που είναι ικανός για πεζοπορία («είναι δεινός πεζοπόρος») γ)… … Dictionary of Greek
ποδαρόδρομος — ο, Ν πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + δρόμος] … Dictionary of Greek